- πλινθουλκός
- πλινθουλκ-ός, ὁ,A brickmaker, PCair.Zen.176.22 (pl., iii B.C.), Poll.7.163, etc.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πλινθουλκός — brickmaker masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλινθουλκός — ὁ, Α αυτός που κατασκευάζει πλίνθους, πλινθοποιός. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλίνθος + ουλκός (< ἕλκω), πρβλ. λιθ ουλκός, ξιφ ουλκός] … Dictionary of Greek
πλινθουλκία — και πλινθολκία, ἡ, Α [πλινθουλκός] η κατασκευή πλίνθων, πλiνθοποιία … Dictionary of Greek
πλινθουλκώ — έω, Α [πλινθουλκός] πλάθω και κόβω πλίνθους, πλινθοποιώ … Dictionary of Greek
πλινθούλκιον — τὸ, Α [πλινθουλκός] πλινθοποιείο … Dictionary of Greek
πλινθουλκοῦ — πλινθουλκέω make bricks pres imperat mp 2nd sg (attic) πλινθουλκέω make bricks imperf ind mp 2nd sg (attic) πλινθουλκός brickmaker masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλινθουλκῶν — πλινθουλκέω make bricks pres part act masc nom sg (attic epic doric) πλινθουλκός brickmaker masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)